- βρέμοντα
- βρέμωroarpres part act neut nom/voc/acc plβρέμωroarpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένοπλος — η, ο (AM ἔνοπλος, ον) [όπλον] αυτός που έχει μαζί του ή που χρησιμοποιεί όπλο ή όπλα, οπλισμένος νεοελλ. 1. (για ενέργεια) αυτός που διεξάγεται, που γίνεται με όπλα («ένοπλη σύρραξη») 2. φρ. «οι ένοπλες δυνάμεις» το σύνολο τών στρατιωτικών και… … Dictionary of Greek